- γεννητήρ
- γενν-ητήρ, ῆρος, ὁ, = sq. 1, App.Anth.6.128.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γεννητήρ — ο (Α) [γεννώ] ο γεννητής* … Dictionary of Greek
γεννητῆρα — γεννητήρ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεννήτειρα — γεννήτειρα, η (Α) (θηλ. τού γεννητήρ) η γενέτειρα* … Dictionary of Greek
γεννητούρια — τα 1. γέννα, τοκετός 2. τα γενέθλια 3. ο τόπος τής γέννησης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. *γεννητήρια, πληθ. ουδ. τού επιθ. *γεννητήριος (< γεννητήρ*), με επίδραση τής κατάλ. ούρια κατ άλλους, γεννητούρια < επίθ. γεννητός + (κατάλ.) ούρια, πληθ. ουδ … Dictionary of Greek